- ἀρρητοφόρια
- ἀρρητο-φόρια, τά,A = ἀρρηφόρια, Sch.Luc.DMeretr.2.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρρητοφόρια — neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ARRHEPHORIA — nomen festi apud Athenienses. Etymologic. M. a. Hesych. Suid. Α᾿ῤρηφορία, ἑορτὴ ἐπιτελουμένη τῇ Α᾿θηνᾷ εν Σκιῤροφοριῶνι μηνὶ λέγεεαι δὲ διὰ τοῦ Α. παρὰ τὸ ἄῤρητα καὶ μυςτήρια φέρειν ἢ τὰν διὰ τοῦ Ε. παρὰ την` Ε῞ρσιν, την` Κέκροπος θυγατέρα,… … Hofmann J. Lexicon universale